καλίγη

καλίγη
καλίγη και καλίκη και κάλικα, ἡ (AM)
1. στρατιωτικό υπόδημα, αρβύλα
2. (γενικά) υπόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caliga «στρατιωτικό υπόδημα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”